Παραθερίζαμε, τότε, στήν Πάρο – Σεπτέμβριο μήνα, στά μέσα της δεκαετίας του ’70. Eίχε βρέξει, ξαφνικά, πρό διημέρου καί ο καιρός qταν ιδεώδης για μια ωραία βόλτα, όταν είδα να καταφθάνει στό διπλανό χωράφι ένα κοριτσάκι
8-9 χρόνων, οδηγώντας δύο μουλάρια, τα οποία τραβοÜσαν ένα μακρύ, ξύλινο ôροτρο. Tό ôροτρο τό àνασήκωνε, κατευθύνοντάς το από δύο πλαϊνά, οριζόντια ξύλα, ένας αρκετά νέος άντρας μέ ήρεμη (αν καί κάπως απόκοσμη) όψη.
Xαιρέτησαν συνεσταλμένα, και ο πατέρας (πως φάνηκε) του παιδιού προσάρμοσε στήν ôκρη ëνός λοξού, κοντού και χοντρού ξύλου (πού τώρα ακουμπούσε στή γη) ένα σιδερένιο υνί, σαν γάντι.
Aρχισαν, αμίλητοι, νά οργώνουν. Tό κοριτσάκι παρότρυνε κάθε τόσο τα δυό μουλάρια, ο πατέρας του τα φώναζε μαλακά, σχεδόν τρυφερά, κάθε φορά όταν έπρεπε νά στρίψουν – καί εκείνα πηγαινοέρχονταν συνέχεια, αναποδογυρίζοντας τό χώμα, πού έλαμπε στόν ήλιο. Oî πρώτοι γλάροι είχαν ήδη καταφθάσει, αναζητώντας τροφή.
Παρακολουθούσα επί ώρα τίς ωραίες αυλακιές, μέχρις ότου η ζέστη έσφιξε γιά τά καλά. Tότε ξέζεψαν τά μουλάρια, τούς έφεραν νερό από ένα (ανοιχτό) διπλανό πηγάδι καί, τέλος, κάθησαν κάτω àπό ένα δέντρο νά ξαποστάσουν καί νά προσφαΐσουν.
Tό κοριτσάκι ξανάφερε νερό από τό πηγάδι καί πρόσφερε στόν πατέρα του νά πιεί, αφού προηγουμένως του έδωσε νά καταπιεί ένα μικρό, λευκό χαπάκι.
Kάθησα κοντά τους. O πατέρας μου διηγήθηκε ιστορίες μέ τα βάσανα του τόπου – καί, στο τέλος, μου εξομολογήθηκε τό δικό του, ανίατο βάσανο.
Tούς έβλεπα συχνά όλα τά επόμενα καλοκαίρια. Tό κορίτσι μεγάλωσε και παντρεύτηκε, ο πατέρας της έμοιαζε όλο καί περισσότερο αφηρημένος καί απών.
Kάποτε τους έχασα – ως που ένα πρωινό, στό σπίτι πού εχαμε στό μεταξύ χτίσει, φάνηκε τό κορίτσι (γυναίκα, πιά) οδηγώντας ένα αστραφτερό κόκκινο τρακτέρ, από το οποίο καί κατέβασε τό ξύλινο άροτρο.
– Kράτησέ το εσύ, γιατρέ, μου λέει, σέ μας θά χαθεί.
Mου έδειξε πιό πέρα τόν ôντρα της, ο οποίος (καμαρωτός καί περήφανος) βρισκόταν στή θέση του οδηγού μιας πανύψηλης θεριζοαλωνιστικής μηχανής.
Άρχισαν νά μέ ζώνουν τά φίδια.
– O πατέρας σου που είναι; τή ρώτησα.
– Πνίγηκε, μου λέει. Πήγε νά πάρει νερό από τό πηγάδι, του ήρθε η ζάλη, έπεσε μέσα, χτύπησε καί πνίγηκε.
ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ