Κάθε φορά που επιστρέφεις εδώ είναι σαν να ξυπνάς απ’ το καλό όνειρο του τόπου σε μια πραγματικότητα πιο ζηλευτή.
Λάμπει τα καλοκαίρια ο ήλιος και ξυπνάει τα λόγια των ποιητών για την ώχρα της ξερής πέτρας, για το λευκό και το βαθύ γαλάζιο ολόγυρα.
Το μελτεμάκι φέρνει ευωδιές απ’ τα ζεσταμένα φύλλα της συκιάς, άρωμα απ’ τα χορτάρια της ακτής που μυρίζει ξέμακρα σαν κάρυ, το βουητό της θάλασσας.
Εγώ όμως αγαπώ τις εποχές που ο τόπος επιστρέφει στον εαυτό του.
Τότε που ο θόρυβος καταλαγιάζει, οι δρόμοι αδειάζουν, ο αέρας ξελαμπικάρει καθώς ο ήλιος έχει μακρύνει κι η Πάρος ξαναβρίσκει τη φυσική ανάσα της και τη σιωπή που την κράτησε ως τώρα αγνή και γνήσια.
Την αγαπώ καλύτερα όταν οι επιπλωμένες παραλίες βουβαίνονται κι οι χτισμένες κορυφογραμμές ξεχνούν την ντροπή τους στη σιωπή. Όταν οι άνθρωποι ξαναζούν για τους εαυτούς τους, τα ζώα και τα χωράφια τους, τα μαγαζιά και τους γειτόνους τους.
Τότε είναι που βρίσκω το νησί πιο όμορφο από ποτέ.
Χειμώνα, άνοιξη, φθινόπωρο, τις εποχές που ο τόπος μού ανοίγει ορθάνοιχτη την παρήγορη αγκαλιά του και με κρατά σαν να ’ναι αυτός η μάνα μου κι εγώ μικρό παιδί.
ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ