December 2006

Ίσως η πιο κατάλληλη στιγμή να ξαναδιαβάσω τις σημειώσεις μου απ’ τα καλοκαίρια είναι όταν έχει φτάσει πια ο χειμώνας και το φως φαίνεται πολύ μακριά.
Πάτμος, ένα βράδυ τον Αύγουστο. Έκατσα σ’ έναν πάγκο ψηλά στη Χώρα και έμεινα εκεί ως το πρωί. Είχα την αίσθηση ότι ήμουν στον ουρανό. Οι βάρκες στο λιμάνι ήταν αστερισμοί που τριγυρνούσαν στα πόδια μου. Όσο για το μοναστήρι πίσω μου, η σκοτεινή βαριά του μορφή το έκανε να μοιάζει με ερωτική σύντροφο που την έχουν αρνηθεί.
Ζάκυνθος, την ημέρα του Άγιου Διονυσίου, και αγόρασα ένα γλυκό – τη φριτούρα, ψημένο σιμιγδάλι που μοιάζει με τα «φρίτερς» της Λουιζιάνα. Το μοίρασα στα παιδιά της παρέας. Η Μαρίνα, μια μικρή κοπέλα, μου απήγγειλε Σολωμό, η Αδαμαντίνη το «Τι είναι η πατρίδα μας; Mην είν’ οι κάμποι; Mην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;…» ενώ ο τρίτος, ο Μαρίνος, μου τραγούδησε τον ύμνο του Ολυμπιακού.
Τήλος. Ο δήμαρχος, που εκτελεί και χρέη ιατρού (εκλέγεται από το 1982), λέει ότι το νησί είναι «το φαρμακείο της φύσης». Σκύβει και ξεριζώνει πέντε διαφορετικά είδη βοτάνων. Το πλούσιο λιβάδι κρυμμένο στην ενδοχώρα πίσω απ’ τα βουνά μοιάζει με πάρκο δεινόσαυρων. To μουσείο στεγάζει τα οστά από προϊστορικούς ελέφαντες, τόσο μικρούς που το κεφάλι τους θα έφτανε ως τη μέση μου.
Το ιδανικότερο γραφείο για να γράψεις βιβλίο: Ένα σπίτι στην άκρη του γκρεμού στη Φολέγανδρο, το «Μπαλκόνι του Αιγαίου», κομμάτι γης στη θάλασσα, μικρό σαν βρέφος. Η αρχιτεκτόνισσα με το σπίτι στον γκρεμό αγνοεί την οθόνη του Apple και τα πολύπλοκά της σχέδια και ρίχνει μια ματιά στο απέραντο γαλάζιο κάτω απ’ το παράθυρό της. Τα σκαλιά στην είσοδο των παραδοσιακών οικισμών σχηματίζουν το γράμμα ζήτα.
Σκόπελος, βράδυ στις Μηλιές στην παραλία, δίπλα σε φωτιά. Ένα αλογάκι της Παναγίας αιχμαλωτίζει με ταχύτητα αστραπής μια νυχτοπεταλούδα. Φέρνει τα φτερά στο στόμα της και τα στρίβει γύρω γύρω, μασουλώντας τα σαν τραγανιστά τσιπς.
Σκιάθος, όπου ένας ντόπιος ισχυρίζεται ότι η παραλία Λαλάρια λέγεται έτσι επειδή, όταν χτυπάνε τα κύματα στα ολοστρόγγυλα λιθάρια, ακούγεται ένα απαλό «λα λα λα».
Σίγρι της Μυτιλήνης, όπου το νέο μουσείο είναι χτισμένο στην άκρη του απολιθωμένου δάσους. Εκτίθενται εκεί κομμάτια απολιθωμένων δέντρων που έχουν τώρα χρώμα πράσινο, κόκκινο, σμαραγδί, λάπις λάζουλι, και πολλά ακόμα. Το μουσείο είναι χτισμένο έτσι ώστε το βλέμμα φεύγει μόνο του απ’ την πέτρα και φτάνει ανεμπόδιστα στη θάλασσα. Το βράδυ, μπροστά από το τζάκι μιας ταβέρνας, ένας άντρας ψηλός, σχεδόν αιωνόβιος, θυμάται πώς ήταν τα πράγματα όταν ψήφισε τον Βενιζέλο.
Νίσυρος και αγναντεύω από την αετοφωλιά του Εμπορειού το οροπέδιο του Ηφαιστείου. Ένας παλιός φίλος από την Αμερική που βρήκα εκεί μου εξιστορεί ότι το νησί σχηματίστηκε από το κομμάτι γης που ξερίζωσε ο θεός Ποσειδώνας για να σκοτώσει τον Πολυβότη, την εποχή των Γιγαντομαχιών. Όταν ξεφυσάει ο κρατήρας, λένε ότι είναι η αναπνοή του Πολυβότη.
Πάρος, όπου έχασα το τελευταίο πλοίο, πριν πολλά χρόνια. Άφραγκος στην κυριολεξία, κοιμήθηκα στην παραλία, με κάλυμμα μια εφημερίδα και τον ουρανό φυσικά. Με ξύπνησε ο ήλιος, μπήκα στη στραφταλίζουζα θάλασσα. Η ανατροπή του αυστηρού προγράμματος με πότισε με μια αίσθηση απόλυτης απελευθέρωσης και όποτε πηγαίνω στην Πάρο θυμάμαι τη μέρα εκείνη.
Κέρκυρα, όπου μεγάλωσε ο συγγραφέας και εντομολόγος Tζέραλντ Nτάρελ. Εμπνευσμένος από τη ζωή του εκεί έγραψε το βιβλίο Η Oικογένεια μου και Άλλα Zώα, και περιγράφει την εξής σκηνή από μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια:
«Ποτέ δεν είχα δει τόσες πυγολαμπίδες μαζεμένες σε ένα σημείο. Στην αρχή εμφανίστηκαν δυο τρεις πράσινοι κόκκοι που γλιστρούσαν ομαλά ανάμεσα στις ελιές, και σιγά σιγά όλο και περισσότερες εμφανίζονταν, ώσπου όλος ο ελαιώνας φέγγιζε με ένα αλλόκοτο πράσινο ιριδίζον χρώμα. Μπουσούλαγαν στη χλόη, αναβόσβηναν στους κορμούς των δένδρων, χώνονταν στους θάμνους. Σμήνη πέρασαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας σαν αιωρούμενα κάρβουνα. Το σπινθηροβόλο ρεύμα έφτασε μέχρι τη θάλασσα, και ξαφνικά, σαν να ήταν σκηνοθετημένο, εμφανίστηκαν κάτι δελφίνια που κολυμπούσαν στον κόλπο, κυλώντας ρ