Την πρώτη φορά στις Κολυμπήθρες. Αναπόφευκτα, καθώς αναδυόταν απ’ τον αφρό ευθυτενής, αγέρωχη, σαν άγαλμα αρχαϊκό που ανέσυρε αργά από το βυθό αόρατη τροχαλία κάποιας αρχαιολογικής υπηρεσίας και το παρέδιδε στο φως, για μια στιγμή κρατώντας το ψηλά, να στάξουν από πάνω του χοντρές οι πρώτες στάλες του νερού. Η ματιά μου επάνω της ευθύβολη και άκαμπτη, προβολέας θεάτρου θεοσκότεινου στραμμένος στον κεντρικό πρωταγωνιστή. Οι γύρω παρουσίες είχαν, θυμάμαι, στριμωχτεί ασφυκτικά σε νοητή παρένθεση του μυαλού, μεμιάς δευτερεύουσες, αδιάφορες, ανούσιες. Από τα χάσκοντα στόματά τους ακαριαία σταμάτησε να εκπέμπεται φωνή, έτσι που ο ήχος της άμμου, η οποία για μια στιγμή στροβιλιζόταν στις καμάρες των στιλπνών της πελμάτων, ν’ ακούγεται ξεκάθαρα, αυτό το ανεπαίσθητο τρίξιμο των μικρών, στρογγυλών κόκκων που αναστενάζουν κάτω από την πίεση ενός τέτοιου βάρους ανάλαφρου για να προσγειωθούν άμεσα στην ανωνυμία της παραλίας. Ύστερα, άλλη μια φορά, εντελώς τυχαία, σε κάποιο δρομάκι των Λευκών να ψωνίζει γλυκό πορτοκάλι, μια δέσμη φωτός να πέφτει στα ξανθιά μαλλιά της και τρυπώνοντας, θα ’λεγες, μέσα απ’ τη σφιχτή πλέξη να τα φωτίζει από μέσα, ενώ εκείνη κατηφόριζε προς…
«Τ’ ακούς το κρασί; Για ακούμπα τ’ αφτί σου στο βαρέλι να μου πεις. Μα καλά, πού τον έχεις το νου σου;» Η στιβαρή φωνή του μαστρο-Δημήτρη στο υγρό και σκοτεινό κελάρι. «Τον θυμάσαι πώς χτυπιότανε κι άφριζε ο μούστος; Καταλάγιασε πια, ηρέμησε. Άντε. Και να φύγεις λίγο νωρίτερα σήμερα γιατί δε μας τα λέει καλά ο καιρός, θα χαλάσει ο κόσμος σε λίγο απ’ τις βροντές». Ανασκουμπώθηκα και βγήκα στο δρομάκι της Αγοράς. Η Παροικιά ήσυχη και γαλήνια. Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα πέρα, κατά την Παναγία. Τα μαύρα σύννεφα από πάνω της, σημάδια ενός θεού θυμωμένου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΣΤΕΡΙΟΥ