Ένα από τα πολλά που χάνουμε καθώς μεγαλώνουμε είναι οι εποχές. Αυτές δεν αλλάζουν: φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, έρχονται ξανά και ξανά με την ίδια πάντα μονοτονία. Μα εμείς αλλιώς τις δεχόμαστε. Τα πρώτα μας χρόνια κάθε καιρός μεταφραζόταν αδιαμεσολάβητα σε αίσθημα, χαρά ή προσμονή ή μελαγχολία. Όσο όμως ωριμάζουμε και γινόμαστε, λένε, σοφότεροι, τη γνώση της μυστικής φωνής του ουρανού, της γης και της θάλασσας την ξεχνάμε, σαν γλώσσα που την ξέραμε παιδιά και δεν τη μιλάμε πια.
Κι όμως. Αν το νόημα των εποχών δε φτάνει πια βαθιά στην ψυχή μας, αν ξεχνάμε με τον καιρό τη μυστική σημασία του κρύου ή της ζέστης, του
αέρα ή της βροχής, η πρώτη –αυτή κυρίως– εισπνοή ανοιξιάτικου αέρα εξακολουθεί, χρόνο το χρόνο, να μας συνεπαίρνει κάνοντας την άνοιξη από υλικό φαινόμενο ψυχικό.
Το δώρο αυτό εμένα μου το δίνει η Πάρος, κι αυτό χωρίς να εξαντλείται, με τον ίδιο πάντα ανοιχτόχερο τρόπο. Έχω την τύχη να μου φέρνει ο δικός της αέρας την άνοιξη, μέσα στον κήπο, στα θυμάρια, τις λεβάντες και τα δεντρολίβανα που φτάνουν ως τη θάλασσα και συνεχίζουν, σαν κοράλλια, να μοσχοβολούν στα ανοιχτά, πάνω κι από το δικό της περιβόλι.
Και μόνο αυτό να δίνει, είναι ευεργέτρια μεγάλη.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΟΞΙΑΔΗΣ