Ιανουάριος 2006

Πρωτοχρονιά 1984. Ουρανός κατακόκκινος. Ένα βαρελότο διέγραψε τρελή τροχιά, λυπήθηκα για το ρίσκο του. Η μαμά κι ο μπαμπάς φιλήθηκαν πεταχτά. «Κακή χρονιά», είπε ο Θοδωρής. Στο πρόσωπό του, η τυραννική διάθεση του μεγάλου αδερφού.
Πρωτοχρονιά 1987. Όταν έσβησαν τα φώτα ευχήθηκα ν’ αποκτήσω κι εγώ ένα δωμάτιο στη φοιτητική εστία της Βοστώνης. Απ’ έξω απάτητο χιόνι και σκίουροι, όπως τους περιγράφει ο Θοδωρής στα γράμματά του.
Στο σαλόνι κάτι έσπασε, κάποιος φώναξε «γούρι».
Πρωτοχρονιά 1989. Στο στέκι μας στη Βοστώνη, με τον Ούλι. Καθίσαμε χέρι χέρι, ήπιαμε ζεστό τσάι με γάλα και τζίντζερ. Του είπα ότι κάθε παραμονή τρώμε ψητό και τις χορτόπιτες της μαμάς. Ο Ούλι σάλιωσε τα χείλη του και είπε: «Aχ, να ’χαμε λίγο». Κούνησα το κεφάλι. Κατά βάθος χαιρόμουν που είχα γλιτώσει από τις πίτες της, τα λινά σιδερωμένα πετσετάκια και τις ροδέλες μήλων, στην πιατέλα, πασπαλισμένες με κανέλα.
Πρωτοχρονιά 1993. «Τι κάνεις εκεί;» ρώτησε ο Ούλι. Καθόμουν στο κατεβασμένο καπάκι της λεκάνης με το ημερολόγιο στα γόνατα, είκοσι λεπτά
μετά τα μεσάνυχτα. Του μίλησα για τη διάθεση να συλλάβω τη διαύγεια της Πρωτοχρονιάς, χωρίς κλάψες κι εξαλλότητες. Ο Ούλι συνοφρυώθηκε και είπε: «Mόλις τελειώσεις, πρέπει να μιλήσουμε». Φαντάζομαι ότι θα καθίσουμε αντικριστά, στην κουζίνα του βερολινέζικου διαμερίσματός μας, θα βάλει τις παλάμες μου ανάμεσα στις δικές του, σαν να είναι τυρί για τοστ, και θα πει: «Aγαπώ τη Σαμπίνε».
Πρωτοχρονιά 1994. Στο νοσοκομείο. Προσπαθώ να σκέφτομαι το μπουκαλάκι του ορού σαν ένα είδος σαμπάνιας.
Πρωτοχρονιά 2000. «Πώς σε λένε;» Έκανα τα χέρια χωνί και φώναξα το όνομά μου. «Φοβάσαι το μιλένιουμ;» Του είπα: «Δε φοβάμαι τίποτα».
Πρωτοχρονιά 2006. «Θεία», ρώτησαν οι δίδυμες κόρες του Θοδωρή, «γιατί εσύ δεν έκανες δίδυμα;» Έσπασα την κρούστα της χορτόπιτας με το δάχτυλο, όπως παλιά. Μετά πήγα στο παιδικό μου δωμάτιο. Στο συρτάρι του γραφείου βρήκα το ημερολόγιο Πρωτοχρονιών. Το φυλλομέτρησα κι αυθυποβλήθηκα να γράψω κάτι, από φόβο και αγάπη για την ιδέα.

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ